κατώγειο

κατώγειο
το (Μ κατώγειον)
βλ. κατώγι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατώγι — και κατώι και κατώγειο, το (Μ κατώγαιον και κατώγειον και κατώγιν) το διαμέρισμα σπιτιού που είναι κτισμένο κάτω από την επιφάνεια τής γης, το υπόγειο που χρησιμεύει συνήθως ως αποθήκη νεοελλ. 1. (για διώροφη αγροτική κατοικία) το ισόγειο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”